- Πειραιώτης
- οθηλ. -ώτισσα αυτός που κατάγεται από τον Πειραιά ή κατοικεί σ' αυτόν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Πειραιώτης — ο, θηλ. Πειραιώτισσα ο κάτοικος τού Πειραιά ή αυτός που κατάγεται από τον Πειραιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πειραιάς + κατάλ. ώτης, Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] … Dictionary of Greek
Πειραιωτάκι — το [Πειραιώτης] (υποκορ. τού Πειραιώτης) παιδί ή νέος που κατάγεται από τον Πειραιά … Dictionary of Greek
Сингапурская митрополия — Константинопольская православная церковь Основная информация Страна … Википедия
πειραιώτικος — η, ο [Πειραιώτης] πειραϊκός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά ή αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον Πειραιά … Dictionary of Greek